Ετυμολογία

επεξεργασία
unemployment < un- + employment

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

unemployment (en) (μη μετρήσιμο)

  • η ανεργία
    ⮡  Hundreds of young people have registered in the municipality’s new pilot programs aimed at reducing unemployment.
    Εκατοντάδες νέοι δήλωσαν συμμετοχή στα νέα πιλοτικά προγράμματα του δήμου που στοχεύουν στη μείωση της ανεργίας.