Δείτε επίσης: ἀνεργία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ανεργία οι ανεργίες
      γενική της ανεργίας
    αιτιατική την ανεργία τις ανεργίες
     κλητική ανεργία ανεργίες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ανεργία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀνεργία (έλλειψη δραστηριότητας), σημασιολογικό δάνειο από τη γερμανική Arbeitslosigkeit[1] → δείτε  αν- (α- στερητικό) + ἔργον

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.neɾˈʝi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐νερ‐γί‐α

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ανεργία θηλυκό

  1. η κατάσταση του ανέργου, του ανθρώπου που επιθυμεί να εργαστεί, αλλά δε βρίσκει δουλειά
    επίδομα ανεργίας
  2. η κατάσταση κατά την οποία υπάρχουν περισσότερα άτομα που ψάχνουν απασχόληση από τις προσφερόμενες θέσεις εργασίας
    αναμένεται να αυξηθεί και φέτος το ποσοστό ανεργίας

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία