Δείτε επίσης: ἀνεργία
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ανεργία οι ανεργίες
      γενική της ανεργίας
    αιτιατική την ανεργία τις ανεργίες
     κλητική ανεργία ανεργίες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

ανεργία θηλυκό

  1. η κατάσταση του ανέργου, του ανθρώπου που επιθυμεί να εργαστεί, αλλά δε βρίσκει δουλειά
    επίδομα ανεργίας
  2. η κατάσταση κατά την οποία υπάρχουν περισσότερα άτομα που ψάχνουν απασχόληση από τις προσφερόμενες θέσεις εργασίας
    αναμένεται να αυξηθεί και φέτος το ποσοστό ανεργίας

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία