inactivation
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- inactivation < inactiver
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
inactivation | inactivations |
inactivation (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
inactivation | inactivations |
inactivation (fr) θηλυκό