• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Είσοδος
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών

action

  • Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Αγγλικά (en)
    • 1.1 Ουσιαστικό
  • 2 Γαλλικά (fr)
    • 2.1 Προφορά
    • 2.2 Ουσιαστικό
      • 2.2.1 Συγγενικές λέξεις

Αγγλικά (en) Επεξεργασία

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

action (en)

  1. δράση, πράξη, ενέργεια
  2. (στρατιωτικός όρος) μάχη
  3. (νομική) μήνυση, αγωγή



Γαλλικά (fr) Επεξεργασία

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /ak.sjɔ̃/
action (βοήθεια·αρχείο)

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

ενικός πληθυντικός
action actions

action (fr) θηλυκό

  • η δράση, η πράξη, η ενέργεια, η δραστηριότητα
  • (οικονομία) η μετοχή

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  • actif
  • activement
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=action&oldid=4070725"
Τελευταία επεξεργασία στις 24 Αυγούστου 2019, στις 08:50

Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 24 Αυγούστου 2019, στις 08:50.
  • Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή 3.0· μπορεί να ισχύουν πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie