Ετυμολογία

επεξεργασία

actif < λατινική activus

ΔΦΑ : /ak.tif/
 

Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
actif actifs

actif (fr) ουδέτερο

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό actif actifs
θηλυκό active actives

actif (fr)

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία