δραστήριος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- δραστήριος < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ðɾaˈsti.ɾi.os/
Επίθετο
επεξεργασίαδραστήριος -α -ο
- που συνηθίζει να δρα, που χαρακτηρίζεται από ενεργητικότητα και παίρνει πρωτοβουλίες
- ένας δραστήριος άνθρωπος, επιστήμονας, επιχειρηματίας
- που χαρακτηρίζεται από συνεχή δράση
- το δραστήριο φιλανθρωπικό έργο του