δραστηριοποιώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- δραστηριοποιώ < δραστήριος + ποιώ
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ðɾa.sti.ɾi.o.piˈo/
Ρήμα
επεξεργασίαδραστηριοποιώ, παθητικό δραστηριοποιούμαι
Συγγενικά
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη ποιώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία δραστηριοποιώ