• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

δραστηριοποιώ

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Προφορά
    • 1.3 Ρήμα
      • 1.3.1 Συγγενικά
      • 1.3.2 Αντώνυμα
      • 1.3.3 Κλίση
      • 1.3.4 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία

Ετυμολογία

επεξεργασία
δραστηριοποιώ < δραστήριος + ποιώ

Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ðɾa.sti.ɾi.o.piˈo/

Ρήμα

επεξεργασία

δραστηριοποιώ, παθητικό δραστηριοποιούμαι

  • προτρέπω κάποιον να ενεργήσει δραστήρια
  • ενεργώ δραστήρια εγώ

Συγγενικά

επεξεργασία
  • δραστηριοποίηση
  • επαναδραστηριοποίηση

Αντώνυμα

επεξεργασία
  • αδρανοποιώ

Κλίση

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη  ποιώ

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    δραστηριοποιώ
  • αγγλικά : mobilizing (en), call on action (en) (κινητοποιώ)
  • γαλλικά : activer (fr), mobiliser (fr)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=δραστηριοποιώ&oldid=5302547"
Τελευταία επεξεργασία στις 2 Οκτωβρίου 2021, στις 03:54

Γλώσσες

    • English
    • Malagasy
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 2 Οκτωβρίου 2021, στις 03:54.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας