Ετυμολογία

επεξεργασία
αδρανοποιώ < αδράνεια + ποιώ (φτιάχνω, δημιουργώ)

αδρανοποιώ (παθητική φωνή: αδρανοποιούμαι, μτχ.π.π.: αδρανοποιημένος)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία