αδρανοποιούμαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αδρανοποιούμαι < παθητική φωνή του ρήματος αδρανοποιώ
Ρήμα
επεξεργασίααδρανοποιούμαι
- με καθιστούν αδρανή ή γίνομαι εγώ αδρανής επειδή αισθάνομαι ότι δεν μπορώ να είμαι δραστήριος ή και για άλλους λόγους, με εξουδετερώνουν, εξουδετερώνομαι
- αδρανοποιήθηκε μια υπηρεσία που πρόκειται να καταργηθεί
- όταν δεν τα πηγαίνω καλά με τη γυναίκα μου αδρανοποιούμαι και στη δουλειά, επηρεάζεται όλη η ζωή μου
- δεν άδρανοποιήθηκαν ακόμη τα χημικά της Συρίας
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αδρανοποιούμαι | αδρανοποιούμουν | θα αδρανοποιούμαι | να αδρανοποιούμαι | ||
β' ενικ. | αδρανοποιείσαι | αδρανοποιούσουν | θα αδρανοποιείσαι | να αδρανοποιείσαι | ||
γ' ενικ. | αδρανοποιείται | αδρανοποιούνταν | θα αδρανοποιείται | να αδρανοποιείται | ||
α' πληθ. | αδρανοποιούμαστε | αδρανοποιούμασταν αδρανοποιούμαστε |
θα αδρανοποιούμαστε | να αδρανοποιούμαστε | ||
β' πληθ. | αδρανοποιείστε | αδρανοποιούσασταν αδρανοποιούσαστε |
θα αδρανοποιείστε | να αδρανοποιείστε | αδρανοποιείστε | |
γ' πληθ. | αδρανοποιούνται | αδρανοποιούνταν | θα αδρανοποιούνται | να αδρανοποιούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αδρανοποιήθηκα | θα αδρανοποιηθώ | να αδρανοποιηθώ | αδρανοποιηθεί | ||
β' ενικ. | αδρανοποιήθηκες | θα αδρανοποιηθείς | να αδρανοποιηθείς | αδρανοποιήσου | ||
γ' ενικ. | αδρανοποιήθηκε | θα αδρανοποιηθεί | να αδρανοποιηθεί | |||
α' πληθ. | αδρανοποιηθήκαμε | θα αδρανοποιηθούμε | να αδρανοποιηθούμε | |||
β' πληθ. | αδρανοποιηθήκατε | θα αδρανοποιηθείτε | να αδρανοποιηθείτε | αδρανοποιηθείτε | ||
γ' πληθ. | αδρανοποιήθηκαν αδρανοποιηθήκαν(ε) |
θα αδρανοποιηθούν(ε) | να αδρανοποιηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω αδρανοποιηθεί | είχα αδρανοποιηθεί | θα έχω αδρανοποιηθεί | να έχω αδρανοποιηθεί | αδρανοποιημένος | |
β' ενικ. | έχεις αδρανοποιηθεί | είχες αδρανοποιηθεί | θα έχεις αδρανοποιηθεί | να έχεις αδρανοποιηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει αδρανοποιηθεί | είχε αδρανοποιηθεί | θα έχει αδρανοποιηθεί | να έχει αδρανοποιηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε αδρανοποιηθεί | είχαμε αδρανοποιηθεί | θα έχουμε αδρανοποιηθεί | να έχουμε αδρανοποιηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε αδρανοποιηθεί | είχατε αδρανοποιηθεί | θα έχετε αδρανοποιηθεί | να έχετε αδρανοποιηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν αδρανοποιηθεί | είχαν αδρανοποιηθεί | θα έχουν αδρανοποιηθεί | να έχουν αδρανοποιηθεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία αδρανοποιούμαι
|