Ετυμολογία

επεξεργασία
αδρανοποιούμαι < παθητική φωνή του ρήματος αδρανοποιώ

αδρανοποιούμαι

  • με καθιστούν αδρανή ή γίνομαι εγώ αδρανής επειδή αισθάνομαι ότι δεν μπορώ να είμαι δραστήριος ή και για άλλους λόγους, με εξουδετερώνουν, εξουδετερώνομαι
    αδρανοποιήθηκε μια υπηρεσία που πρόκειται να καταργηθεί
    όταν δεν τα πηγαίνω καλά με τη γυναίκα μου αδρανοποιούμαι και στη δουλειά, επηρεάζεται όλη η ζωή μου
    δεν άδρανοποιήθηκαν ακόμη τα χημικά της Συρίας

  Μεταφράσεις

επεξεργασία