δραστηριοποιούμαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- δραστηριοποιούμαι < παθητική φωνή του ρήματος δραστηριοποιώ
Ρήμα
επεξεργασίαδραστηριοποιούμαι
- αποκτώ δραστηριότητα, ενέργεια, παίρνω πρωτοβουλία μετά από μια περίοδο ύφεσης
- Πρέπει να δραστηριοποιηθείς, γιατί, με τη σύνταξη, κάθεσαι όλη μέρα στον υπολογιστή και δεν περπατάς, δε βλέπεις κόσμο, δεν κάνεις τίποτα υγιεινό
- είμαι ενεργός (επαγγελματικά κυρίως) σε κάποιον τομέα
- Ο Παπαδάκης δραστηριοποιείται στις εισαγωγές πρώτων υλών εδώ και 20 χρόνια
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | δραστηριοποιούμαι | δραστηριοποιούμουν | θα δραστηριοποιούμαι | να δραστηριοποιούμαι | ||
β' ενικ. | δραστηριοποιείσαι | δραστηριοποιούσουν | θα δραστηριοποιείσαι | να δραστηριοποιείσαι | ||
γ' ενικ. | δραστηριοποιείται | δραστηριοποιούνταν | θα δραστηριοποιείται | να δραστηριοποιείται | ||
α' πληθ. | δραστηριοποιούμαστε | δραστηριοποιούμασταν δραστηριοποιούμαστε |
θα δραστηριοποιούμαστε | να δραστηριοποιούμαστε | ||
β' πληθ. | δραστηριοποιείστε | δραστηριοποιούσασταν δραστηριοποιούσαστε |
θα δραστηριοποιείστε | να δραστηριοποιείστε | δραστηριοποιείστε | |
γ' πληθ. | δραστηριοποιούνται | δραστηριοποιούνταν | θα δραστηριοποιούνται | να δραστηριοποιούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | δραστηριοποιήθηκα | θα δραστηριοποιηθώ | να δραστηριοποιηθώ | δραστηριοποιηθεί | ||
β' ενικ. | δραστηριοποιήθηκες | θα δραστηριοποιηθείς | να δραστηριοποιηθείς | δραστηριοποιήσου | ||
γ' ενικ. | δραστηριοποιήθηκε | θα δραστηριοποιηθεί | να δραστηριοποιηθεί | |||
α' πληθ. | δραστηριοποιηθήκαμε | θα δραστηριοποιηθούμε | να δραστηριοποιηθούμε | |||
β' πληθ. | δραστηριοποιηθήκατε | θα δραστηριοποιηθείτε | να δραστηριοποιηθείτε | δραστηριοποιηθείτε | ||
γ' πληθ. | δραστηριοποιήθηκαν δραστηριοποιηθήκαν(ε) |
θα δραστηριοποιηθούν(ε) | να δραστηριοποιηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω δραστηριοποιηθεί | είχα δραστηριοποιηθεί | θα έχω δραστηριοποιηθεί | να έχω δραστηριοποιηθεί | δραστηριοποιημένος | |
β' ενικ. | έχεις δραστηριοποιηθεί | είχες δραστηριοποιηθεί | θα έχεις δραστηριοποιηθεί | να έχεις δραστηριοποιηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει δραστηριοποιηθεί | είχε δραστηριοποιηθεί | θα έχει δραστηριοποιηθεί | να έχει δραστηριοποιηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε δραστηριοποιηθεί | είχαμε δραστηριοποιηθεί | θα έχουμε δραστηριοποιηθεί | να έχουμε δραστηριοποιηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε δραστηριοποιηθεί | είχατε δραστηριοποιηθεί | θα έχετε δραστηριοποιηθεί | να έχετε δραστηριοποιηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν δραστηριοποιηθεί | είχαν δραστηριοποιηθεί | θα έχουν δραστηριοποιηθεί | να έχουν δραστηριοποιηθεί |