sein
Βασκικά (eu)
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΓερμανικά (de)
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
Αντωνυμία
επεξεργασία
sein (de)
- ονομαστική ενικού του αρσενικού
- Sein Hund ist schwarz. - Ο σκύλος του είναι μαύρος.
- ονομαστική ενικού του ουδετέρου
- Das Kind hält sein Spielzeug. - Το παιδί κρατάει το παιχνίδι του.
- αιτιατική ενικού του ουδετέρου
- Ich gebe dem Kind sein Buch. - Δίνω στο παιδί το βιβλίο του.