sein
Βασκικά (eu)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαsein (eu)
- το παιδί
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
sein | seins |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαsein (fr) αρσενικό
- (ανατομία) ο μαστός, το βυζί, το στήθος
- ο κόλπος
- l'entreprise est entrée au sein du consortium - η επιχείρηση περιήλθε στον κόλπο του κονσόρτσιουμ
Ομώνυμα / Ομόηχα
επεξεργασία
Γερμανικά (de)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΑντωνυμία
επεξεργασίαsein (de)
- ονομαστική ενικού του αρσενικού
- Sein Hund ist schwarz. - Ο σκύλος του είναι μαύρος.
- ονομαστική ενικού του ουδετέρου
- Das Kind hält sein Spielzeug. - Το παιδί κρατάει το παιχνίδι του.
- αιτιατική ενικού του ουδετέρου
- Ich gebe dem Kind sein Buch. - Δίνω στο παιδί το βιβλίο του.
Ρήμα
επεξεργασίαsein (de) (αόριστος war, μετοχή παρακειμένου gewesen)