Ετυμολογία

επεξεργασία
ΔΦΑ : /sɛ̃/

Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
seing seings

seing (fr) αρσενικό

Ομώνυμα / Ομόηχα

επεξεργασία