δραστηριοποιημένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- δραστηριοποιημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου δραστηριοποιούμαι
Μετοχή επεξεργασία
δραστηριοποιημένος -η -ο
- που αναπτύσσει δραστηριότητα σε έναν τομέα
δραστηριοποιημένος -η -ο