Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ak.ti.vi.te/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
activité activités

activité (fr) θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία