Ουσιαστικό

επεξεργασία

activation (en)

  1. ενεργοποίηση
  2. (πληροφορική) βλ. function activation

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία



      ενικός         πληθυντικός  
activation activations

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

activation (fr) θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη activer