activiste
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ak.ti.vist/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
activiste | activistes |
activiste (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- ο ακτιβιστής, η ακτιβίστρια
ενικός | πληθυντικός |
activiste | activistes |
activiste (fr) αρσενικό ή θηλυκό