Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ακτιβιστής οι ακτιβιστές
      γενική του ακτιβιστή των ακτιβιστών
    αιτιατική τον ακτιβιστή τους ακτιβιστές
     κλητική ακτιβιστή ακτιβιστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ακτιβιστής < απόδοση της γαλλικής λέξης activiste

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ακτιβιστής αρσενικό ακτιβίστρια το θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία