activé
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | activé | activés |
θηλυκό | activée | activées |
Επίθετο
επεξεργασία
activé (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | activé | activés |
θηλυκό | activée | activées |
activé (fr)