↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ενεργοποιημένος η ενεργοποιημένη το ενεργοποιημένο
      γενική του ενεργοποιημένου της ενεργοποιημένης του ενεργοποιημένου
    αιτιατική τον ενεργοποιημένο την ενεργοποιημένη το ενεργοποιημένο
     κλητική ενεργοποιημένε ενεργοποιημένη ενεργοποιημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ενεργοποιημένοι οι ενεργοποιημένες τα ενεργοποιημένα
      γενική των ενεργοποιημένων των ενεργοποιημένων των ενεργοποιημένων
    αιτιατική τους ενεργοποιημένους τις ενεργοποιημένες τα ενεργοποιημένα
     κλητική ενεργοποιημένοι ενεργοποιημένες ενεργοποιημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ενεργοποιημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ενεργοποιώ, ενεργοποιούμαι

ενεργοποιημένος, -η, -ο

→ δείτε τη λέξη ενεργοποιούμαι

  Μεταφράσεις

επεξεργασία