ενεργητικό
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ενεργητικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ενεργητικός
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ενεργητικό ουδέτερο
- η συνολική αξία της περιουσίας και των απαιτήσεων μιας επιχείρησης σε αντίθεση με τις υποχρεώσεις της, το παθητικό
- όλες οι αρετές και θετικές ενέργειες κάποιου που του δίνουν αξία στα μάτια των άλλων
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
Κλιτικός τύπος επιθέτουΕπεξεργασία
ενεργητικό
- ενεργητικός, στην αιτιατική του ενικού
- ουδέτερο του ενεργητικός, στην ονομαστική, την αιτιατική και την κλητική του ενικού