ισολογισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /i.so.lo.ʝiˈzmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ι‐σο‐λο‐γι‐σμός
Ουσιαστικό
επεξεργασίαισολογισμός αρσενικό
- (λογιστική) η χρηματοοικονομική θέση μιας οικονομικής μονάδας, όπου παρουσιάζονται τα περιουσιακά στοιχεία, οι απαιτήσεις της (ενεργητικό) και οι υποχρεώσεις της (παθητικό), σε μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή και σε ενιαίο νόμισμα
- ※ Ο ισολογισμός τέλους χρήσης απεικονίζει την οικονομική κατάσταση της επιχείρησης στη δεδομένη χρονική στιγμή και σε ενιαίο νόμισμα. Ο ισολογισμός περιλαμβάνει τις ομαδοποιημένες αξίες των περιουσιακών στοιχείων, των υποχρεώσεων και των ιδίων κεφαλαίων της επιχείρησης, όπως έχουν διαμορφωθεί στο τέλος κάθε διαχειριστικής περιόδου (Τουρνά–Γερμανού 2003) [1]
- (λογιστική) η κατάσταση που παρουσιάζει τον ισολογισμό. Όταν συντάσσεται οριζόντια, στο αριστερό του μέρος εμφανίζεται το ενεργητικό και στο δεξί το παθητικό, ενώ στην κάθετη σύνταξη, το ενεργητικό πάνω και ακολουθεί κάτω το παθητικό
Συνώνυμα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ισολογισμός
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Τουρνά-Γερμανού, Ε., 2015. Χρηματοοικονομική Λογιστική - 4.3. Κατάσταση Ισολογισμού Τέλους Χρήσεως, σελ.46, Αθήνα:Σύνδεσμος Ελληνικών Ακαδημαϊκών Βιβλιοθηκών. Πρόσβαση 2021-08-25.