bilan
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαbilan < (άμεσο δάνειο) ιταλική bilancio
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
bilan | bilans |
bilan (fr) αρσενικό
- ο ισολογισμός
- το διαγώνισμα
- η εξέταση
- ο απολογισμός
bilan < (άμεσο δάνειο) ιταλική bilancio
ενικός | πληθυντικός |
bilan | bilans |
bilan (fr) αρσενικό