Ετυμολογία

επεξεργασία

bilan < (άμεσο δάνειο) ιταλική bilancio

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
bilan bilans

bilan (fr) αρσενικό

  1. ο ισολογισμός
  2. το διαγώνισμα
  3. η εξέταση
  4. ο απολογισμός