ακινησία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ακινησία < αρχαία ελληνική ἀκινησία < ἀκίνητος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.ci.niˈsi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐κι‐νη‐σί‐α
Ουσιαστικό
επεξεργασίαακινησία θηλυκό
- η απώλεια κίνησης
Συγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ακινησία