Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ξεροστάλιασμα τα ξεροσταλιάσματα
      γενική του ξεροσταλιάσματος των ξεροσταλιασμάτων
    αιτιατική το ξεροστάλιασμα τα ξεροσταλιάσματα
     κλητική ξεροστάλιασμα ξεροσταλιάσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξεροστάλιασμα < ξεροσταλιάζω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ξεροστάλιασμα ουδέτερο

  1. (παρωχημένο) η ξεκούραση (ξεραίνομαι, πλαγιάζω) των ζώων του κτηνοτρόφου στην στάμνη (άλλοτε και στάλη)
  2. το να μένεις πολλή ώρα ακίνητος σε έναν τόπο (π.χ. στη στάση λεωφορείου ή σε ένα ραντεβού όπου σε "στήνουν")
  3. το να περιμένεις με λαχτάρα κάτι που δεν λέει να έρθει
    τα κοριτσάκια ξεροσταλιάζουν για μερικούς σταρ του τραγουδιού ή του κινηματογράφου λες και υπάρχει περιπτωση να...

  Μεταφράσεις επεξεργασία