ξεροστάλιασμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ξεροστάλιασμα < ξεροσταλιάζω
Ουσιαστικό επεξεργασία
ξεροστάλιασμα ουδέτερο
- (παρωχημένο) η ξεκούραση (ξεραίνομαι, πλαγιάζω) των ζώων του κτηνοτρόφου στην στάμνη (άλλοτε και στάλη)
- το να μένεις πολλή ώρα ακίνητος σε έναν τόπο (π.χ. στη στάση λεωφορείου ή σε ένα ραντεβού όπου σε "στήνουν")
- το να περιμένεις με λαχτάρα κάτι που δεν λέει να έρθει
- τα κοριτσάκια ξεροσταλιάζουν για μερικούς σταρ του τραγουδιού ή του κινηματογράφου λες και υπάρχει περιπτωση να...
Μεταφράσεις επεξεργασία
ξεροστάλιασμα
|