Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ακινητοποιώ < ακίνητος + ποιώ

  Ρήμα επεξεργασία

ακινητοποιώ

  • καθιστώ ακίνητο
    η αστυνομία ακινητοποίησε το ύποπτο όχημα

Συνώνυμα επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία