Ετυμολογία

επεξεργασία
ακινητοποιώ < ακίνητος + ποιώ

ακινητοποιώ

  • καθιστώ ακίνητο
    η αστυνομία ακινητοποίησε το ύποπτο όχημα

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία