ακινητοποιημένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- ακινητοποιημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ακινητοποιώ
Μετοχή
επεξεργασία
ακινητοποιημένος
- που έχει ακινητοποιηθεί, που είναι εξαναγκασμένος να παραμένει σε ακινησία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ακινητοποιημένος