immobilize
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | immobilize |
γ΄ ενικό ενεστώτα | immobilizes |
αόριστος | immobilized |
παθητική μετοχή | immobilized |
ενεργητική μετοχή | immobilizing |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαimmobilize (en)
- ακινητοποιώ
- ⮡ She immobilized him with a jiu-jitsu hold.
- Τον ακινητοποίησε με μια λαβή ζίου ζίτσου.
- ⮡ She immobilized him with a jiu-jitsu hold.