αποτελμάτωση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αποτελμάτωση | οι | αποτελματώσεις |
γενική | της | αποτελμάτωσης* | των | αποτελματώσεων |
αιτιατική | την | αποτελμάτωση | τις | αποτελματώσεις |
κλητική | αποτελμάτωση | αποτελματώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποτελματώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αποτελμάτωση < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ἀποτελμάτω(σις) (μαρτυρείται από το 1886)[1] + -ση (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική stagnation [2][3] [4] Μορφολογικά αναλύεται σε απο- + τέλμα, τελματ- + -ωση
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.po.telˈma.to.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐πο‐τελ‐μά‐τω‐ση
Ουσιαστικό
επεξεργασίααποτελμάτωση θηλυκό
- (λόγιο) η διαδικασία, το αποτέλεσμα ή η κατάσταση του αποτελματώνω
Συνώνυμα
επεξεργασίαΠαράγωγα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αποτελμάτωση
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ σελ. 137, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
- ↑ αποτελμάτωση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ αποτελμάτωση - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ↑ αποτελμάτωση - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας