αποτελματώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αποτελματώνω < αποτελμάτωση + -ώνω (αναδρομικός σχηματισμός)[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.po.tel.maˈto.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐πο‐τελ‐μα‐τώ‐νω
Ρήμα
επεξεργασίααποτελματώνω, αόρ.: αποτελμάτωσα, παθ.φωνή: αποτελματώνομαι, π.αόρ.: αποτελματώθηκα, μτχ.π.π.: αποτελματωμένος
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις από και τέλμα
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αποτελματώνω | αποτελμάτωνα | θα αποτελματώνω | να αποτελματώνω | αποτελματώνοντας | |
β' ενικ. | αποτελματώνεις | αποτελμάτωνες | θα αποτελματώνεις | να αποτελματώνεις | αποτελμάτωνε | |
γ' ενικ. | αποτελματώνει | αποτελμάτωνε | θα αποτελματώνει | να αποτελματώνει | ||
α' πληθ. | αποτελματώνουμε | αποτελματώναμε | θα αποτελματώνουμε | να αποτελματώνουμε | ||
β' πληθ. | αποτελματώνετε | αποτελματώνατε | θα αποτελματώνετε | να αποτελματώνετε | αποτελματώνετε | |
γ' πληθ. | αποτελματώνουν(ε) | αποτελμάτωναν αποτελματώναν(ε) |
θα αποτελματώνουν(ε) | να αποτελματώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αποτελμάτωσα | θα αποτελματώσω | να αποτελματώσω | αποτελματώσει | ||
β' ενικ. | αποτελμάτωσες | θα αποτελματώσεις | να αποτελματώσεις | αποτελμάτωσε | ||
γ' ενικ. | αποτελμάτωσε | θα αποτελματώσει | να αποτελματώσει | |||
α' πληθ. | αποτελματώσαμε | θα αποτελματώσουμε | να αποτελματώσουμε | |||
β' πληθ. | αποτελματώσατε | θα αποτελματώσετε | να αποτελματώσετε | αποτελματώστε | ||
γ' πληθ. | αποτελμάτωσαν αποτελματώσαν(ε) |
θα αποτελματώσουν(ε) | να αποτελματώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αποτελματώσει | είχα αποτελματώσει | θα έχω αποτελματώσει | να έχω αποτελματώσει | ||
β' ενικ. | έχεις αποτελματώσει | είχες αποτελματώσει | θα έχεις αποτελματώσει | να έχεις αποτελματώσει | ||
γ' ενικ. | έχει αποτελματώσει | είχε αποτελματώσει | θα έχει αποτελματώσει | να έχει αποτελματώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αποτελματώσει | είχαμε αποτελματώσει | θα έχουμε αποτελματώσει | να έχουμε αποτελματώσει | ||
β' πληθ. | έχετε αποτελματώσει | είχατε αποτελματώσει | θα έχετε αποτελματώσει | να έχετε αποτελματώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αποτελματώσει | είχαν αποτελματώσει | θα έχουν αποτελματώσει | να έχουν αποτελματώσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αποτελματώνομαι | αποτελματωνόμουν(α) | θα αποτελματώνομαι | να αποτελματώνομαι | ||
β' ενικ. | αποτελματώνεσαι | αποτελματωνόσουν(α) | θα αποτελματώνεσαι | να αποτελματώνεσαι | ||
γ' ενικ. | αποτελματώνεται | αποτελματωνόταν(ε) | θα αποτελματώνεται | να αποτελματώνεται | ||
α' πληθ. | αποτελματωνόμαστε | αποτελματωνόμαστε αποτελματωνόμασταν |
θα αποτελματωνόμαστε | να αποτελματωνόμαστε | ||
β' πληθ. | αποτελματώνεστε | αποτελματωνόσαστε αποτελματωνόσασταν |
θα αποτελματώνεστε | να αποτελματώνεστε | (αποτελματώνεστε) | |
γ' πληθ. | αποτελματώνονται | αποτελματώνονταν αποτελματωνόντουσαν |
θα αποτελματώνονται | να αποτελματώνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αποτελματώθηκα | θα αποτελματωθώ | να αποτελματωθώ | αποτελματωθεί | ||
β' ενικ. | αποτελματώθηκες | θα αποτελματωθείς | να αποτελματωθείς | αποτελματώσου | ||
γ' ενικ. | αποτελματώθηκε | θα αποτελματωθεί | να αποτελματωθεί | |||
α' πληθ. | αποτελματωθήκαμε | θα αποτελματωθούμε | να αποτελματωθούμε | |||
β' πληθ. | αποτελματωθήκατε | θα αποτελματωθείτε | να αποτελματωθείτε | αποτελματωθείτε | ||
γ' πληθ. | αποτελματώθηκαν αποτελματωθήκαν(ε) |
θα αποτελματωθούν(ε) | να αποτελματωθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω αποτελματωθεί | είχα αποτελματωθεί | θα έχω αποτελματωθεί | να έχω αποτελματωθεί | αποτελματωμένος | |
β' ενικ. | έχεις αποτελματωθεί | είχες αποτελματωθεί | θα έχεις αποτελματωθεί | να έχεις αποτελματωθεί | ||
γ' ενικ. | έχει αποτελματωθεί | είχε αποτελματωθεί | θα έχει αποτελματωθεί | να έχει αποτελματωθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε αποτελματωθεί | είχαμε αποτελματωθεί | θα έχουμε αποτελματωθεί | να έχουμε αποτελματωθεί | ||
β' πληθ. | έχετε αποτελματωθεί | είχατε αποτελματωθεί | θα έχετε αποτελματωθεί | να έχετε αποτελματωθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν αποτελματωθεί | είχαν αποτελματωθεί | θα έχουν αποτελματωθεί | να έχουν αποτελματωθεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι αποτελματωμένος - είμαστε, είστε, είναι αποτελματωμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν αποτελματωμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν αποτελματωμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι αποτελματωμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι αποτελματωμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι αποτελματωμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι αποτελματωμένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ αποτελματώνω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας