Ετυμολογία

επεξεργασία
αποτελματώνω < αποτελμάτωση + -ώνω (αναδρομικός σχηματισμός)[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.po.tel.maˈto.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐πο‐τελ‐μα‐τώ‐νω

αποτελματώνω, αόρ.: αποτελμάτωσα, παθ.φωνή: αποτελματώνομαι, π.αόρ.: αποτελματώθηκα, μτχ.π.π.: αποτελματωμένος

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις από και τέλμα

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία