αποτελματώσεις
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
αποτελματώσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αποτελματώνω
- θα αποτελματώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αποτελματώνω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία
αποτελματώσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αποτελμάτωση
Παρώνυμα επεξεργασία
- αποτελμάτωσης
- ἀποτελμάτωσις (καθαρεύουσα)