stagnation
Αγγλικά (en)
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
Γαλλικά (fr)
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
stagnation (fr)
- το λίμνασμα, η ακινησία ενός υγρού
- ≈ συνώνυμα: immobilité
- ≠ αντώνυμα: fluidité
- η στασιμότητα, η αποτελμάτωση, η αδράνεια
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη stagner