• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

λίμνασμα

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το λίμνασμα τα λιμνάσματα
      γενική του λιμνάσματος των λιμνασμάτων
    αιτιατική το λίμνασμα τα λιμνάσματα
     κλητική λίμνασμα λιμνάσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
λίμνασμα < λιμνάζω + -μα

Ουσιαστικό

επεξεργασία

λίμνασμα ουδέτερο

  1. η απραξία, η αδράνεια
  2. η στασιμότητα του νερού

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    λίμνασμα
  • γαλλικά : stagnation (fr), croupissement (fr)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=λίμνασμα&oldid=5487953"
Τελευταία επεξεργασία στις 31 Ιανουαρίου 2022, στις 17:45

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Wikimedia Foundation
      • Powered by MediaWiki
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 31 Ιανουαρίου 2022, στις 17:45.
      • Page was rendered with Parsoid.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Κώδικας συμπεριφοράς
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας