Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
λίμνασμα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
λίμνασμα
τα
λιμνάσμα
τ
α
γενική
του
λιμνάσμα
τ
ος
των
λιμνασμά
τ
ων
αιτιατική
το
λίμνασμα
τα
λιμνάσμα
τ
α
κλητική
λίμνασμα
λιμνάσμα
τ
α
Κατηγορία
όπως «
όνομα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
λίμνασμα
<
λιμνάζω
+
-μα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
λίμνασμα
ουδέτερο
η
απραξία
,
η
αδράνεια
η
στασιμότητα
του
νερού
Μεταφράσεις
επεξεργασία
λίμνασμα
γαλλικά
:
stagnation
(fr)
,
croupissement
(fr)