stagnant
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαstagnant (en)
- stagnant waters - λιμνάζοντα νερά
- a stagnant economy - μία οικονομία σε στασιμότητα
Συγγενικά
επεξεργασία
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαstagnant (fr)
- eaux stagnantes - λιμνάζοντα νερά
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη stagner
Ρουμανικά (ro)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαstagnant (ro)