Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
στεκούμενος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Προφορά
1.2
Μετοχή
1.2.1
Άλλες μορφές
1.2.2
Σύνθετα
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
στεκούμεν
ος
η
στεκούμεν
η
το
στεκούμεν
ο
γενική
του
στεκούμεν
ου
της
στεκούμεν
ης
του
στεκούμεν
ου
αιτιατική
τον
στεκούμεν
ο
τη
στεκούμεν
η
το
στεκούμεν
ο
κλητική
στεκούμεν
ε
στεκούμεν
η
στεκούμεν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
στεκούμεν
οι
οι
στεκούμεν
ες
τα
στεκούμεν
α
γενική
των
στεκούμεν
ων
των
στεκούμεν
ων
των
στεκούμεν
ων
αιτιατική
τους
στεκούμεν
ους
τις
στεκούμεν
ες
τα
στεκούμεν
α
κλητική
στεκούμεν
οι
στεκούμεν
ες
στεκούμεν
α
ομάδα 'εισαγόμενος'
,
Κατηγορία
όπως «
εισαγόμενος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
steˈku.me.nos
/
Μετοχή
επεξεργασία
στεκούμενος, -η, -ο
μετοχή
παθητικού
ενεστώτα
του ρήματος
στέκομαι
Άλλες μορφές
επεξεργασία
στεκάμενος
(
λαϊκότροπο
)
Σύνθετα
επεξεργασία
καλοστεκούμενος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
στεκούμενος
γαλλικά
:
stagnant
(fr)