καλοστεκούμενος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καλοστεκούμενος < καλο- + στεκούμενος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ka.lo.steˈku.me.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐λο‐στε‐κού‐με‐νος
Μετοχή
επεξεργασίακαλοστεκούμενος, -η, -ο
- (οικείο) που βρίσκεται σε καλή κατάσταση, είτε σωματικά (αν και είναι ηλικιωμένος) είτε οικονομικά
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία καλοστεκούμενος
|