Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο στεκάμενος η στεκάμενη το στεκάμενο
      γενική του στεκάμενου της στεκάμενης του στεκάμενου
    αιτιατική τον στεκάμενο τη στεκάμενη το στεκάμενο
     κλητική στεκάμενε στεκάμενη στεκάμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι στεκάμενοι οι στεκάμενες τα στεκάμενα
      γενική των στεκάμενων των στεκάμενων των στεκάμενων
    αιτιατική τους στεκάμενους τις στεκάμενες τα στεκάμενα
     κλητική στεκάμενοι στεκάμενες στεκάμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /steˈka.me.nos/

  Μετοχή επεξεργασία

στεκάμενος, -η, -ο

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία