λιμνάζων
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | λιμνάζων & λιμνάζοντας |
η | λιμνάζουσα | το | λιμνάζον |
γενική | του | λιμνάζοντος & λιμνάζοντα |
της | λιμνάζουσας & λιμναζούσης* |
του | λιμνάζοντος |
αιτιατική | τον | λιμνάζοντα | τη | λιμνάζουσα | το | λιμνάζον |
κλητική | λιμνάζων & λιμνάζοντα |
λιμνάζουσα | λιμνάζον | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | λιμνάζοντες | οι | λιμνάζουσες | τα | λιμνάζοντα |
γενική | των | λιμναζόντων | των | λιμναζουσών | των | λιμναζόντων |
αιτιατική | τους | λιμνάζοντες | τις | λιμνάζουσες | τα | λιμνάζοντα |
κλητική | λιμνάζοντες | λιμνάζουσες | λιμνάζοντα | |||
Ίδιες είναι οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ων, -ουσα, -ον Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές. * παλιότερος λόγιος τύπος | ||||||
ομάδα 'τρέχων', Κατηγορία όπως «τρέχων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
- λιμνάζων < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική λιμνάζων, μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος λιμνάζω
Μετοχή επεξεργασία
λιμνάζων, -ουσα, -ον
- (λόγιο)
Μεταφράσεις επεξεργασία
λιμνάζων
|