Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
βάλτωμα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
βάλτωμα
τα
βαλτώμα
τ
α
γενική
του
βαλτώμα
τ
ος
των
βαλτωμά
τ
ων
αιτιατική
το
βάλτωμα
τα
βαλτώμα
τ
α
κλητική
βάλτωμα
βαλτώμα
τ
α
Κατηγορία
όπως «
όνομα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
βάλτωμα
<
βαλτώνω
+
-μα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
βάλτωμα
ουδέτερο
το αποτέλεσμα του
βαλτώνω
η μετατροπή σε
βάλτο
η
στασιμότητα
, η απουσία θετικών εξελίξεων
≠
αντώνυμα
:
προχώρημα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
βάλτωμα
γαλλικά
:
envasement
(fr)