βαλτώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Ρήμα
επεξεργασία
βαλτώνω
- μετατρέπομαι σε βάλτο
- περιέρχομαι σε κατάσταση στασιμότητας
- βάλτωσαν οι αλλαγές στο φορολογικό λόγω πολιτικής ατολμίας
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | βαλτώνω | βάλτωνα | θα βαλτώνω | να βαλτώνω | βαλτώνοντας | |
β' ενικ. | βαλτώνεις | βάλτωνες | θα βαλτώνεις | να βαλτώνεις | βάλτωνε | |
γ' ενικ. | βαλτώνει | βάλτωνε | θα βαλτώνει | να βαλτώνει | ||
α' πληθ. | βαλτώνουμε | βαλτώναμε | θα βαλτώνουμε | να βαλτώνουμε | ||
β' πληθ. | βαλτώνετε | βαλτώνατε | θα βαλτώνετε | να βαλτώνετε | βαλτώνετε | |
γ' πληθ. | βαλτώνουν(ε) | βάλτωναν βαλτώναν(ε) |
θα βαλτώνουν(ε) | να βαλτώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | βάλτωσα | θα βαλτώσω | να βαλτώσω | βαλτώσει | ||
β' ενικ. | βάλτωσες | θα βαλτώσεις | να βαλτώσεις | βάλτωσε | ||
γ' ενικ. | βάλτωσε | θα βαλτώσει | να βαλτώσει | |||
α' πληθ. | βαλτώσαμε | θα βαλτώσουμε | να βαλτώσουμε | |||
β' πληθ. | βαλτώσατε | θα βαλτώσετε | να βαλτώσετε | βαλτώστε | ||
γ' πληθ. | βάλτωσαν βαλτώσαν(ε) |
θα βαλτώσουν(ε) | να βαλτώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω βαλτώσει | είχα βαλτώσει | θα έχω βαλτώσει | να έχω βαλτώσει | ||
β' ενικ. | έχεις βαλτώσει | είχες βαλτώσει | θα έχεις βαλτώσει | να έχεις βαλτώσει | ||
γ' ενικ. | έχει βαλτώσει | είχε βαλτώσει | θα έχει βαλτώσει | να έχει βαλτώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε βαλτώσει | είχαμε βαλτώσει | θα έχουμε βαλτώσει | να έχουμε βαλτώσει | ||
β' πληθ. | έχετε βαλτώσει | είχατε βαλτώσει | θα έχετε βαλτώσει | να έχετε βαλτώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν βαλτώσει | είχαν βαλτώσει | θα έχουν βαλτώσει | να έχουν βαλτώσει |
|