ενεστώτας bog down
γ΄ ενικό ενεστώτα bogs down
αόριστος bogged down
παθητική μετοχή bogged down
ενεργητική μετοχή bogging down

Ετυμολογία

επεξεργασία
bog down <  δείτε τις λέξεις bog και down

bog down (en) (συνήθως στην παθητική φωνή)

  1. βαλτώνω, κάνω κάτι να πάθει καθίζηση σε λάσπη ή βρεγμένο έδαφος
      The car was bogged down in the mud.
    Το αυτοκίνητο βάλτωσε στη λάσπη.
  2. κολλάω, τελματώνω, βαλτώνω, εμποδίζω κάποιον να κάνει πρόοδο σε μια δραστηριότητα
      Don’t get bogged down by the details!
    Μην κολλάς σε λεπτομέρειες!
      The negotiations got bogged down.
    Οι διαπραγματεύσεις τελμάτωσαν/βάλτωσαν.

Συνώνυμα

επεξεργασία