stuck
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | stuck |
συγκριτικός | more stuck |
υπερθετικός | most stuck |
stuck (en) (όχι πριν από το ουσιαστικό)
- κολλάω, σφίγγω, που δεν μπορεί να κινήσει ή να κινηθεί
- ⮡ We got stuck in the mud.
- Κολλήσαμε στη λάσπη.
- ⮡ The drawer is stuck and won't open.
- Το συρτάρι έσφιξε και δεν ανοίγει.
- ⮡ We got stuck in the mud.
- κολλάω, που δεν μπορεί να απαντήσει ή να καταλάβει κάτι
- ⮡ Don’t get stuck on the details!
- Μην κολλάς σε λεπτομέρειες!
- ⮡ Don’t get stuck on the details!
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίαstuck (en)