αποτελματωμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΜετοχή
επεξεργασίααποτελματωμένος, -η, -ο
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος αποτελματώνω: που έχει παραμείνει στάσιμος, που δεν προοδεύει
Συγγενικά
επεξεργασία- τελματωμένος
- → δείτε τις λέξεις αποτελματώνω και τέλμα
Μεταφράσεις
επεξεργασία αποτελματωμένος
|