Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
τελματωμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Μετοχή
1.1.1
Δείτε επίσης
1.1.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
τελματωμέν
ος
η
τελματωμέν
η
το
τελματωμέν
ο
γενική
του
τελματωμέν
ου
της
τελματωμέν
ης
του
τελματωμέν
ου
αιτιατική
τον
τελματωμέν
ο
την
τελματωμέν
η
το
τελματωμέν
ο
κλητική
τελματωμέν
ε
τελματωμέν
η
τελματωμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
τελματωμέν
οι
οι
τελματωμέν
ες
τα
τελματωμέν
α
γενική
των
τελματωμέν
ων
των
τελματωμέν
ων
των
τελματωμέν
ων
αιτιατική
τους
τελματωμέν
ους
τις
τελματωμέν
ες
τα
τελματωμέν
α
κλητική
τελματωμέν
οι
τελματωμέν
ες
τελματωμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
τελματωμένος, -η, -ο
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
του ρήματος
τελματώνω
Δείτε επίσης
επεξεργασία
αποτελματωμένος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
τελματωμένος