Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ακινητώ < αρχαία ελληνική ἀκινητῶ

  Ρήμα επεξεργασία

ακινητώ

  1. βρίσκομαι σε κατάσταση ακινησίας
    ※  Τα αστέρια ακινητούν παγωμένα. (Μάκης Πανώριος, Το ρολόι)
  2. τίθεμαι σε κατάσταση ακινησίας

Συνώνυμα επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία