ακινητώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ακινητώ < αρχαία ελληνική ἀκινητῶ
Ρήμα
επεξεργασίαακινητώ
- βρίσκομαι σε κατάσταση ακινησίας
- ※ Τα αστέρια ακινητούν παγωμένα. (Μάκης Πανώριος, Το ρολόι)
- τίθεμαι σε κατάσταση ακινησίας
Συνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ακινητώ | ακινητούσα | θα ακινητώ | να ακινητώ | ακινητώντας | |
β' ενικ. | ακινητείς | ακινητούσες | θα ακινητείς | να ακινητείς | (ακινήτει) | |
γ' ενικ. | ακινητεί | ακινητούσε | θα ακινητεί | να ακινητεί | ||
α' πληθ. | ακινητούμε | ακινητούσαμε | θα ακινητούμε | να ακινητούμε | ||
β' πληθ. | ακινητείτε | ακινητούσατε | θα ακινητείτε | να ακινητείτε | ακινητείτε | |
γ' πληθ. | ακινητούν(ε) | ακινητούσαν(ε) | θα ακινητούν(ε) | να ακινητούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ακινήτησα | θα ακινητήσω | να ακινητήσω | ακινητήσει | ||
β' ενικ. | ακινήτησες | θα ακινητήσεις | να ακινητήσεις | ακινήτησε | ||
γ' ενικ. | ακινήτησε | θα ακινητήσει | να ακινητήσει | |||
α' πληθ. | ακινητήσαμε | θα ακινητήσουμε | να ακινητήσουμε | |||
β' πληθ. | ακινητήσατε | θα ακινητήσετε | να ακινητήσετε | ακινητήστε | ||
γ' πληθ. | ακινήτησαν ακινητήσαν(ε) |
θα ακινητήσουν(ε) | να ακινητήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ακινητήσει | είχα ακινητήσει | θα έχω ακινητήσει | να έχω ακινητήσει | ||
β' ενικ. | έχεις ακινητήσει | είχες ακινητήσει | θα έχεις ακινητήσει | να έχεις ακινητήσει | ||
γ' ενικ. | έχει ακινητήσει | είχε ακινητήσει | θα έχει ακινητήσει | να έχει ακινητήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ακινητήσει | είχαμε ακινητήσει | θα έχουμε ακινητήσει | να έχουμε ακινητήσει | ||
β' πληθ. | έχετε ακινητήσει | είχατε ακινητήσει | θα έχετε ακινητήσει | να έχετε ακινητήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ακινητήσει | είχαν ακινητήσει | θα έχουν ακινητήσει | να έχουν ακινητήσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία ακινητώ
|