Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αδρανώ, λόγια λέξη < αρχαία ελληνική ἀδρανέω, -ῶ

  Ρήμα επεξεργασία

αδρανώ, πρτ.: αδρανούσα, στ.μέλλ.: θα αδρανήσω, αόρ.: αδράνησα

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία