Προφορά

επεξεργασία
 

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
inerte inertes

inerte (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. αδρανής



  Ετυμολογία

επεξεργασία
inerte < λατινική iners (in- και ars)

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
inerte inerti

inerte (it)

  1. αδρανής

Συνώνυμα

επεξεργασία