reposé
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- reposé < reposer
Επίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | reposé | reposés |
θηλυκό | reposée | reposées |
reposé (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | reposé | reposés |
θηλυκό | reposée | reposées |
reposé (fr)