αναπαυμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.na.pavˈme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐να‐παυ‐μέ‐νος
Μετοχή επεξεργασία
αναπαυμένος, -η, -ο
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος αναπαύω
- άλλες μορφές: αναπαμένος (λαϊκότροπο)