Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αναπαυμένος η αναπαυμένη το αναπαυμένο
      γενική του αναπαυμένου της αναπαυμένης του αναπαυμένου
    αιτιατική τον αναπαυμένο την αναπαυμένη το αναπαυμένο
     κλητική αναπαυμένε αναπαυμένη αναπαυμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αναπαυμένοι οι αναπαυμένες τα αναπαυμένα
      γενική των αναπαυμένων των αναπαυμένων των αναπαυμένων
    αιτιατική τους αναπαυμένους τις αναπαυμένες τα αναπαυμένα
     κλητική αναπαυμένοι αναπαυμένες αναπαυμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.na.pavˈme.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐να‐παυ‐μέ‐νος

  Μετοχή επεξεργασία

αναπαυμένος, -η, -ο