• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Κοντινά
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

travail

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Γαλλικά (fr)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Προφορά
    • 1.3 Ουσιαστικό
      • 1.3.1 Συγγενικές λέξεις
  • 2 Παλαιά γαλλικά (fro)
    • 2.1 Ουσιαστικό

Γαλλικά (fr)Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

travail < travailler < λατινική tripálĭus< tripálĭum

  ΠροφοράΕπεξεργασία

  (βοήθεια·αρχείο)

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

ενικός πληθυντικός
travail travaux

travail (fr) αρσενικό

  1. η δουλειά, το έργο, η δούλεψη
  2. ο άθλος
    Les douze travaux d’Héraclès. Oι δώδεκα άθλοι του Ηρακλή.
  3. ο τοκετός
    ≈ συνώνυμα: accouchement

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  • travaillant - travaillante
  • travaillé - travaillée
  • travailler
  • travailleur - travailleuse
  • travaillisme
  • travailliste
  • travailloter



Παλαιά γαλλικά (fro)Επεξεργασία

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

πτώση ενικός πληθυντικός
cas sujet travauz travail
cas régime travail travauz

travail αρσενικό

  1. κόπος, ταλαιπωρία
  2. δεινοπάθημα
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=travail&oldid=5216737"
Τελευταία επεξεργασία στις 11 Σεπτεμβρίου 2021, στις 12:53
Βικιλεξικό
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 11 Σεπτεμβρίου 2021, στις 12:53.
  • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie