travail
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαtravail < travailler < λατινική tripálĭus< tripálĭum
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
---|---|
travail | travaux |
travail (fr) αρσενικό
- η δουλειά, το έργο, η δούλεψη
- ο άθλος
- Les douze travaux d’Héraclès. Oι δώδεκα άθλοι του Ηρακλή.
- ο τοκετός
Συγγενικά
επεξεργασία- travaillant - travaillante
- travaillé - travaillée
- travailler
- travailleur - travailleuse
- travaillisme
- travailliste
- travailloter
Παλαιά γαλλικά (fro)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
cas sujet | travauz | travail |
cas régime | travail | travauz |
travail αρσενικό