travail
Γαλλικά (fr)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
travail | travaux |
travail (fr) αρσενικό
- η δουλειά, το έργο, η δούλεψη
- ο άθλος
- Les douze travaux d’Héraclès. Oι δώδεκα άθλοι του Ηρακλή.
- ο τοκετός