travaillisme
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
travaillisme | travaillismes |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαtravaillisme (fr) αρσενικό
- (πολιτική) πολιτική και κοινωνική θεωρία σχετική με το εργατικό κόμμα της Μεγάλης Βρετανίας
- (πολιτική) εργατισμός
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη travail