ενικός         πληθυντικός  
travaillisme travaillismes

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

travaillisme (fr) αρσενικό

  1. (πολιτική) πολιτική και κοινωνική θεωρία σχετική με το εργατικό κόμμα της Μεγάλης Βρετανίας
  2. (πολιτική) εργατισμός

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη travail